Στα πλαίσια μιας μακρόχρονης προσπάθειας να φέρει το πλατύ κοινό καθώς δε και τους νέους στην λυρική τέχνη προβάλλοντας όλο και περισσότερες πτυχές της, η Λυρική σκηνή της Λιμόζ, παρουσιάζει αυτή τη φορά την ιταλική τέχνη με το μπελ κάντο χωρίς όμως τον τυπικό βερισμό που αποσκοπεί στην πιστή αποτύπωση της πραγματικότητας, αλλά στον ρομαντισμό.
Πρόκειται για το γνωστό μεν έργο του Βιτσέντζο Μπελίνι «Η υπνοβάτις», το οποίο όμως δεν το βλέπουμε και τόσο συχνά στα λυρικά θέατρα. Όπως σχεδόν πάντα, αυτή η δημιουργία ανεβάστηκε με επιτυχία προσθέτοντας στο ενεργητικό της ένα ιδιαίτερα δύσκολο και συνάμα απλό έργο που εντάσσεται στις εύπεπτες όπερες για το πλατύ κοινό, χωρίς ωστόσο να ακολουθεί τα τυπικά χαρακτηριστικά μιας τυπικής όπερας.
Αρχικά, ο Μπελίνι δεν είχε την πρόθεση να συνθέσει αυτήν την όπερα, αλλά κατά ανάθεση του δούκα του Μιλάνου, είχε σκοπό να προσαρμόσει το θεατρικό έργο Ερνάνη του Βίκτωρα Ουγκώ του οποίου η εισαγωγή θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν την έναρξη του ρομαντισμού ο οποίος βρισκόταν σε αντίθεση με τους κλασικιστές. Όμως, το 19ο αιώνα, η βόρεια Ιταλία ήταν κάτω από αυστριακή κατοχή της οποίας η λογοκρισία απέρριψε μια τέτοια προοπτική. Έτσι λοιπόν, μετά από πρόταση του λιμπρετίστα Φελίτσε Ρομάνι, επέλεξε ένα θέμα ποιμενικού χαρακτήρα. Ωστόσο, ένα σημαντικό μέρος της μουσικής που είχε ήδη δημιουργηθεί για τον Ερνάνη ανακυκλώθηκε στην Υπνοβάτιδα και, στη συνέχεια, στη Νόρμα.
Το λιμπρέτο βασίστηκε στην ομώνυμη κωμωδία τύπου Βοντβίλ του Εζέν Σκριμπ και του Ζερμέν Ντελαβίν. Σε συνεργασία με τον Μπελίνι ο Ρομάνι έκανε αρκετές μετατροπές στο λιμπρέτο σε σχέση με την υπόθεση του θεατρικού έργου και ιδίως στο σημείο όπου, σε αντίθεση με το έργο του Σκριμπ, ο κόμης Ροντόλφο δεν είναι ο φυσικός πατέρας της Αμίνα.
Αυτή η όπερα, παρόλο που έχει τα χαρακτηριστικά μιας καθιερωμένης ιταλικής δημιουργίας, παρουσιάζει σημαντικές πρωτοτυπίες καθόσον αποδίδει με μοναδικό τρόπο την αίσθηση της αθωότητας και ευαισθησίας και αυτό δεν είναι μόνο στοιχείο της πλοκής της, αλλά και της μουσικής. Η έκφραση διαμορφώνεται σε εκπληκτικές άριες οι οποίες αποτελούν μια προέκταση της αγνότητας των δύο βασικών ηρώων δηλαδή των Αμίνα και Ελβίνο. Σε αυτό το σημείο η παρουσία του βαθύφωνου που αντιπροσωπεύει τον Ροντόλφο αντανακλά την σωφροσύνη του κόμη.
Η ορχήστρα με μία μοναδική απλότητα δίνει προέκταση στην έκφραση των προσώπων και δεν ξεφεύγει από αυτό το πλαίσιο του λιμπρέτου και των προσώπων.
Η όπερα της Λιμόζ, ανέβασε επιτυχώς αυτό το σχετικά απλό από μουσικής πλευράς έργο, αλλά δύσκολο διότι τα ασυνήθη μηνύματα και οι αρμονικά συνδεδεμένοι οι από πολλές προελεύσεις χαρακτήρες της λυρικής δημιουργίας, αποτελούν μια πρόκληση τόσο για το σκηνοθέτη όσο και τον διευθυντή ορχήστρας καθώς δε και για τους επί σκηνής καλλιτέχνες.
Πρώτα απ’ όλα θα θέλαμε να ξεχωρίσουμε την διευθύντρια ορχήστρας Beatrice Venezi η οποία συνέλαβε την πολυπλοκότητα του έργου που υποκρύβεται κάτω από την φαινομενική απλότητα. Προφανώς αντελήφθη την ανακύκλωση του αρχικού έργου το οποίο σταμάτησε η αυστριακή λογοκρισία και αυτό φαίνεται μέσα από την ποικιλία ύφους των διαφόρων σκηνών. Βέβαια πέρα από την ευαισθησία και την κατάρτιση της διευθύντριας της ορχήστρας θα θέλαμε να σταθούμε στα μέλη της ορχήστρας τα οποία ανταποκρίθηκαν στις ποικίλες και δύσκολες αποχρώσεις αυτου του έργου.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παραγωγής είναι η χορωδία η οποία, πάντοτε ανταποκρινόταν στις διάφορες περιστάσεις. Αυτή τη φορά απέδωσε αυτή τη σπάνια αίσθηση αθωότητας των χωρικών. Αυτά δε, έγιναν κάτω από την διεύθυνση της Arlinda Roux- Majollari η οποία συνεργάζεται προφανώς άριστα με αυτή την χορωδία. Η σκηνοθεσία της Francesca Lattuada ήταν αφηρημένη: δεν διακρίνεται από την αποτύπωση της πραγματικότητας, αλλά απέδωσε το έργο με σύμβολα τα οποία στην πλειοψηφία τους ήταν επιτυχή και κοντά στην υπόθεση της πλοκής. Κανείς από τους καλλιτέχνες δεν υστέρησε, αλλά θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε στην Julia Musychenko η οποία διακρίθηκε στη Ρωσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η παρουσία της στην Λυρική σκηνή της Λιμόζ διακρίνεται από τρία χαρακτηριστικά: Την πλήρη ανταπόκριση στις απαιτήσεις του μπελ κάντο του Μπελίνι, την έκφραση της αθωότητας της Αμίρα σε συνδυασμό με το ψυχικό της μεγαλείο, καθόσον ποτέ δεν στράφηκε εναντίον του Ελβίνο και στην αποτύπωση του δράματος που ζούσε λόγω του ότι τιμωρήθηκε άδικα και βάναυσα κατά κάποιο τρόπο. Απέναντι στην υψίφωνο Julia Musychenko, θα μπορούσαμε να παραθέσουμε τον βαθύφωνο Aliaksey Birkus ο οποίος, στο ρόλο του Ροντόλφο, έπρεπε να ανταποκριθεί στις δύσκολες νότες του ρόλου του και στην δραματική παρουσία που δίνει την αίσθηση του μυστηρίου, και της εύνοιας απέναντι στους δοκιμαζόμενους Αμίρα και Ελβίνο.
Η Λυρική σκηνή της Λιμόζ, πάντα προσεκτική στις επιλογές της, παρουσίασε την Υπνοβάτιδα και για μια ακόμη φορά με απόλυτη επιτυχία μια όπερα που φαίνεται απλή, αλλά είναι πολύπλοκη. Η θέση της είναι σημαντική στο πολιτιστικό γίγνεσθαι της Γαλλίας και αξίζει ασφαλώς να γίνεται όλο και πιο γνωστή έξω από τα σύνορα της χώρας χάρις στις καινοτομίες αλλά και την υπευθυνότητα η οποία την διακρίνει. Αυτό αποτελεί τιμή για μια μεσαίου μεγέθους πόλη η οποία διατηρεί ένα τέτοιο λυρικό θέατρο το οποίο δεν έχει τίποτε να ζηλεψει απο τις μεγάλες λυρικές σκηνές.
Related Posts
-
25 Ιουλίου 2024 -
-
29 Δεκεμβρίου 2021 Όπερα και χορός στο πρωτοχρονιάτικο πρόγραμμα
-
12 Μαΐου 2021 «Δέσπω – Ελληνικοί χοροί» από τη Λυρική Σκηνή
-
8 Απριλίου 2021 «Μεσόγειος έρημος» από τη Λυρική Σκηνή
-
6 Απριλίου 2021 Συναυλία με την ερωτική ποίηση του Λόρδου Μπάιρον
Κατηγορίες
- Επικαιρότητα(19.773)
- Πολιτικό Ρεπορτάζ(506)
- Ελλάδα(128)
- Οικονομία(1)
- Πολιτισμός(4.219)
- Εκδηλώσεις(1.590)
- Ήπειρος(1.962)
- Αθλητικά(2.956)
Αρθρογραφία
Είσοδος